- διαθερμία
- η1) мед. диатермия; 2) физ. диатермичность, теплопрозрачность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθερμία — Θεραπευτική μέθοδος που αποσκοπεί στην ανύψωση της θερμοκρασίας των ιστών που βρίσκονται στα βαθύτερα στρώματα. Στηρίζεται στο φαινόμενο Τζάουλ, κατά το οποίο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής συχνότητας και έντασης μερικών δεκάτων του αμπέρ μετατρέπεται σε … Dictionary of Greek
διαθερμία — η (ιατρ.), ηλεκτροθεραπευτική μέθοδος που θερμαίνει τους ιστούς του σώματος: Ο γιατρός τού συνέστησε διαθερμίες για τους πόνους της μέσης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθερμασία — η (Α διαθερμασία) [διαθερμαίνω] η διαθερμία αρχ. πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση … Dictionary of Greek
διαθερμικός — ή, ό αυτός που γίνεται με διαθερμία* … Dictionary of Greek
διαθερμοπηξία — η θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί τη διαθερμία για την καταστροφή ορισμένων ιστών … Dictionary of Greek
ηλεκτροθερμία — η 1. φυσ. η εφαρμογή τών νόμων τής φυσικής για τη μετατροπή τής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα 2. ιατρ. η διαθερμία*, η παραγωγή θερμότητας με ηλεκτρικό ρεύμα για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrothermy <… … Dictionary of Greek